THE FABRIC OF MEMORY

Eleni Ikonomidou embarked on a particularly personal artistic journey around fifteen years ago, tracing the events that marked the direction of her life. Her starting point was painting on canvas, but she was quickly led to the labyrinthine paths of printmaking. Because only a composite treatment of the painting surface, with the layering of dozens of materials and techniques, in an evolutionary course at once linear and regressive, could incorporate the multiple stages of an image aspiring to contain the shattered aspects of a particularly charged past. Ikonomidou’s concern to preserve fragments of her childhood memory and, through them, to convey a collective memory, is one of the linchpins of her work.

From the certainty of painting on canvas to the anxiety of the unknown that printmaking entails, Ikonomidou’s artistic stops along the way include oil painting, the use of old photographs from her family archive, scraps of fabric, drawings on duvet filling, phototransfers with the simultaneous use of oil pigment, pencil on photocopies, collage, painting on silkscreen film, silkscreens on film, etchings, linocuts and linotypes – all with layering, stratification, as their common creative denominator.

Even Ikonomidou’s early works, of the 2008-2010 period, are palimpsests that bear the traces of their stages on the final surface. These first oil paintings depict archetypal human figures that are often interwoven with indefinite geometric and biomorphic shapes, approaching an expressionist mode of abstraction. Like visions, ectoplasms of former human beings in soundless conversations, the figures emerge from a milky backdrop painted in the same pastel colours she uses in the much later works of 2022, to convey the dreamlike background which the carefree, dis- tant memories rest against: photographic images of an unwitting happiness that are, nonetheless, scored, shattered, cancelled out as paradoxically as the life of the Greeks in Constantinople went out unexpectedly that day in 1964.


An enviable consistency characterises the separate bodies of Ikonomidou’s work – one leads to the next and all of them coexist. The dense drawing of a wonderful painterliness, which marks the photographic image in 2020 as it breaks away from its subject matter, springs from the rootlike formations of the painted Routes of escape of 2015, which are showcased by the pure colour field of their background. Under the same title, the engravings of 2018-2020 depict a freehand rendition of human organs, providing the opportunity for the most discreet use of colour and a marvellous drawing dexterity, which forms otherworldly flowers and plants to de- note the direct ascendance of mankind from nature. In their turn, the capillaries of Routes of escape lead to Roots of memory, where, over 2020-2023, the preexisting anatomical-botanical forms now become painted threads-meshes, which, in works made as early as 2008, segment the integrity of the image and herald the grid of Ikonomidou’s monumental work, Fragments of memory.

Everything, ultimately, leads to that supremely multi-layered work, whose com- position and printing began in 2023 and was completed in 2024. Collectively, the mediums and techniques, all the themes and ways that Eleni Ikonomidou explores, are concentrated and incorporated in this large fabric that summarises the entirety of her artistic journey. Festive weddings, portraits imprisoned by lines, the memory of the ancestral home in Constantinople, the faint outline of Hagia Sophia through the mist of tears, distressing newspaper headlines, the throng of persecution, the old motherland beside Greece like a rag torn into two, human figures sitting on the luggage of despair, gestural drawings on unravelled tangles of lines that meet the frayed ends of ripped fabrics, gauze stained with ink-blood, down from the ruined duvets of a lost home – scenes on existing autonomous works, on routes of escape from the human condition and the roots of memory of an uprooting, are now redefined. Everything is worked over with paint, scanned, phototransferred and silkscreened, to come together anew on the large, cotton surface. Through the alternation of amorphous and figurative parts, sparse and dense areas, with repeated motifs, scripts and codes of dappled images, with the distribution of positive and negative volumes, abstraction converses with the cancelled photograph of the reminiscences of a life lost. A world in black and white emerges: that of memory and the fragmentary nature of dreams.

Following the aesthetic of collage and patchwork but not their application, Fragments of memory is the creative result of an outstanding exercise in visual equilibrium. Starting from the left and moving to the right and down each time, the pieces that comprise this large work were printed progressively on the fabric, and very rarely sewn on, almost invisibly, within a process of constant re-evaluation of the overall composition and always with a mind to preserve the unbroken flow of transitionbetween the separate parts of the work. Optical openings breach their bordering field, threads of lines extend to the adjacent image, white dots cross over as black ones on the adjoining background. Everything is interconnected, in a relationship of interdependence that weaves remnants of distant memories in the most delicate web, connecting past to present.

The suitcase carried by the boy in the newspaper refers to the shape of the suitcase painted on down but also vice versa: the symbol of a portable, condensed and severed life, the outline of the suitcase contains here not just the domes of Hagia Sophia and the buildings of Constantinople, but the memories of uprooting, of gutted duvets, of abandoned homes. That is why the world of Ikonomidou possesses that rare quality of being simultaneously painterly and conceptual, generating an emotional charge that is far from sentimentality because it springs from an intensity that is captured first by the eye, and then by the mind and the soul.

Upon a printed gauze, the wounded script of 1964 calls forth the ache of a personal as much as a historical experience. In Fragments of memory, however, the shards of the past come together on the surface of a present-day painterly reality. As if all the routes of escape from a lost motherland led to the roots of a segmented memory that preserved on this soft, portable fabric the fractured but integral aspect of a life and an era.

Memory has returned to the house of whole images with a few old photographs for luggage. But a poem begins from words and an image from its pieces.

ΤΟ ΎΦΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ

Η Ελένη Οικονομίδου ξεκίνησε περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν μια ιδιαίτερα προσωπική εικαστική διαδρομή ανιχνεύοντας τα γεγονότα που χάραξαν την κατεύθυνση της ζωής της. Για αφετηρία της είχε τη ζωγραφική του τελάρου, όμως γρήγορα οδηγήθηκε στα δαιδαλώδη μονοπάτια της χαρακτικής. Γιατί μόνο μια σύνθετη επεξεργασία της ζωγραφικής επιφάνειας, με επιθέματα δεκάδων υλικών και τεχνικών, σε μια εξελικτική πορεία γραμμική και ταυτόχρονα παλινδρομική, θα μπορούσε να ενσωματώσει τα πολλαπλά στάδια μιας εικόνας που επιθυμεί να χωρέσει τις κατακερματισμένες όψεις ενός φορτισμένου παρελθόντος. Η έγνοια της Οικονομίδου να διασώσει θραύσματα της παιδικής της μνήμης και, μέσα από αυτά, να μεταδώσει μια μνήμη συλλογική, αποτελεί έναν βασικό άξονα του έργου της.

Από τη βεβαιότητα της ζωγραφικής στον καμβά μέχρι την αγωνία του άγνωστου που επιφυλάσσει το τύπωμα της χαρακτικής, οι εικαστικοί σταθμοί της Οικονομίδου περιλαμβάνουν τις ελαιογραφίες, τη χρήση παλιών φωτογραφιών από το οικογενειακό αρχείο, κομμάτια από ύφασμα, σχέδια σε γέμισμα παπλώματος, φωτομεταφορές με ταυτόχρονη χρήση λαδιού, μολύβι σε φωτοτυπίες, κολάζ, ζωγραφική σε φιλμ μεταξοτυπίας, μεταξοτυπίες σε φιλμ, οξυγραφίες, λινόλαια και λινοτυπίες – με κοινό δημιουργικό παρονομαστή όλων των έργων την επιστρωμάτωση, τη διαστρωμάτωσή τους.

Ακόμα και τα πρώιμα ζωγραφικά έργα της Οικονομίδου, της περιόδου 20082010, αποτελούν παλίμψηστα που διατηρούν ορατά τα ίχνη των σταδίων τους πάνω στην τελική επιφάνεια. Οι πρώτες αυτές ελαιογραφίες απεικονίζουν αρχετυπικές ανθρώπινες σιλουέτες που συχνά πλέκονται με ακαθόριστα γεωμετρικά και βιομορφικά σχήματα, προσεγγίζοντας μια εξπρεσιονιστική έκφραση της αφαίρεσης. Σαν οπτασίες, εκτοπλάσματα αλλοτινών ανθρώπινων υπάρξεων σε άηχες συνομιλίες, οι μορφές αναδύονται μέσα από ένα γαλακτώδες υπόβαθρο που είναι ζωγραφισμένο με τα ίδια παστέλ χρώματα που χρησιμοποιούνται σε πολύ μεταγενέστερα έργα του 2022 για να αποδοθεί ονειρικό το φόντο όπου θα ακουμπήσουν ανέμελες οι μακρινές μνήμες: φωτογραφικές εικόνες μιας ανύποπτης ευτυχίας που όμως χαράζονται, θρυμματίζονται, ακυρώνονται τόσο παράδοξα όσο αναπάντεχα έσβησε η ζωή των Ελλήνων εκείνη την ημέρα του 1964 στην Κωνσταντινούπολη.

Μια αξιοζήλευτη συνέχεια χαρακτηρίζει τις ενότητες του έργου της Οικονο­ μίδου – η μία οδηγεί στην άλλη και όλες συνυπάρχουν. Το καταιγιστικό σχέδιο μιας υπέροχης ζωγραφικότητας, που σημαδεύει το 2020 τη φωτογραφική εικόνα ενώ αυτονομείται από το θέμα της, πηγάζει από τους ριζοειδείς σχηματισμούς των ζωγραφικών Δρόμων διαφυγής του 2015, που τους αναδεικνύει το αμιγές χρωματικό πεδίο του υπόβαθρού τους. Τα ομότιτλα χαρακτικά έργα του 20182020 εικονίζουν την ελεύθερη απόδοση ανθρώπινων οργάνων προσφέροντας την αφορμή για τον πλέον διακριτικό χειρισμό του χρώματος και μια θαυμαστή σχεδιαστική δεξιοτεχνία, που σχηματίζει αλλόκοσμα λουλούδια και φυτά επισημαίνοντας την ευθεία προέλευση του ανθρώπου από τη φύση. Με τη σειρά τους, τα τριχοειδή αγγεία των Δρόμων διαφυγής οδηγούν στις Ρίζες της μνήμης, όπου στο διάστημα 2020-2023 οι προϋπάρχουσες ανατομικές-βοτανικές φόρμες καταλήγουν τώρα σε ζωγραφικά νήματα-πλέγματα, τα οποία, ήδη σε έργα του 2008, τεμαχίζουν την ακεραιότητα της εικόνας και προαναγγέλλουν τον κάνναβο του μνημειακού έργου της Οικονομίδου Θραύσματα της μνήμης.

Όλα εντέλει οδηγούν σε αυτό το πλέον πολυστρωματικό έργο, που η σύνθεση και η εκτύπωσή του ξεκίνησε το 2023 και ολοκληρώθηκε το 2024. Το σύνολο της εικονογραφίας, των μέσων και των τεχνικών, όλα τα θέματα και οι τρόποι που εξερευνά η Ελένη Οικονομίδου συγκεντρώνονται και ενσωματώνονται σε αυτό το μεγάλο ύφασμα, το οποίο συνοψίζει ολόκληρη την εικαστική πορεία της. Γιορτινοί γάμοι, πορτρέτα φυλακισμένα σε γραμμές, η θύμηση του πατρικού σπιτιού στην Πόλη, το αόριστο περίγραμμα της Αγια-Σοφιάς μέσα από την ομίχλη δακρύων, ανησυχητικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ο συνωστισμός του διωγμού, η παλιά πατρίδα δίπλα στην Ελλάδα σαν ένα κουρέλι που κόπηκε στα δύο, ανθρώπινες φιγούρες καθισμένες σε βαλίτσες απόγνωσης, χειρονομιακά σχέδια σε ξετυλιγμένα κουβάρια γραμμών που συναντούν τα ξέφτια σκισμένων υφασμάτων, γάζες κηλιδωμένες με μελάνι-αίμα, πούπουλα από διαλυμένα παπλώματα ενός χαμένου σπιτικού – παραστάσεις σε υπάρχοντα αυτόνομα έργα, σε δρόμους διαφυγής από την ανθρώπινη κατάσταση και σε ρίζες της μνήμης ενός ξεριζωμού, τώρα επαναπροσδιορίζονται. Όλα επιζωγραφίζονται, σκανάρονται, φωτομεταφέρονται, μεταξο­ τυπούνται για να ενωθούν εκ νέου πάνω στη μεγάλη βαμβακερή επιφάνεια. Μέσα από εναλλαγές άμορφων και παραστατικών τμημάτων, αραιώσεων και πυκνώ­ σεων, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, γραφές και κώδικες διάστικτων εικόνων, με κατανομές θετικών και αρνητικών όγκων, η αφαίρεση συνομιλεί με τη ματαιωμένη φωτογραφία των αναμνήσεων μιας χαμένης ζωής. Προκύπτει έτσι ένας κόσμος ασπρό­μαυρος, εκείνος της μνήμης και της αποσπασματικότητας των ονείρων.

Ακολουθώντας την αισθητική του κολάζ και του πάτσγουορκ αλλά όχι τη χρήση τους, τα Θραύσματα της μνήμης αποτελούν το δημιουργικό αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής άσκησης εικαστικής ισορροπίας. Αρχίζοντας από αριστερά και κάθε φορά προς τα δεξιά και κάτω, τα κομμάτια που συνθέτουν το μεγάλο αυτό έργο τυπώθηκαν σταδιακά πάνω στο ύφασμα, και πολύ σπάνια ράφτηκαν, σχεδόν αόρατα, εντός μιας διαδικασίας διαρκούς επανεκτίμησης του συνόλου της σύνθεσης και με κύριο μέλημα την αδιάκοπη ροή της μετάβασης ανάμεσα στα τμήματα του έργου. Οπτικά ανοίγματα διαπερνούν το όμορό τους πεδίο, κλωστές γραμμών επεκτείνονται στην παρακείμενη εικόνα, λευκές κουκίδες μεταπηδούν μαύρες στο διπλανό φόντο. Όλα είναι αλληλένδετα, σε μια σχέση αλληλεξάρτησης που υφαίνει με τον πιο λεπτεπίλεπτο ιστό απομεινάρια μακρινών αναμνήσεων, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν.


Το βαλιτσάκι που κουβαλά το αγοράκι της εφημερίδας παραπέμπει στο σχήμα της ζωγραφισμένης βαλίτσας πάνω σε πούπουλα αλλά και αντίστροφα: σύμβολο ενός φορητού, συμπυκνωμένου και αποκομμένου βίου, το περίγραμμα της βαλίτσας περικλείει εδώ όχι μόνο τους τρούλους της Αγια-Σοφιάς και τα κτίρια της Πόλης, αλλά και τις μνήμες του ξεριζωμού, των μαχαιρωμένων παπλωμάτων, των χαμένων σπιτικών. Γι’ αυτό και ο κόσμος της Οικονομίδου διαθέτει τη σπάνια ιδιότητα να είναι ταυτόχρονα ζωγραφικός και εννοιολογικός, δημιουργώντας μια συγκίνηση που απέχει από τον συναισθηματισμό γιατί πηγάζει από την ένταση που συλλαμβάνει πρώτα το μάτι, και μετά ο νους και η ψυχή.


Πάνω σε μια τυπωμένη γάζα, η λαβωμένη γραφή του 1964 υπενθυμίζει το άλγος ενός προσωπικού όσο και ιστορικού βιώματος. Όμως στα Θραύσματα της μνήμης τα σπαράγματα του παρελθόντος ενώθηκαν στην επιφάνεια μιας σημερινής, ζωγραφικής, πραγματικότητας. Σαν όλοι οι δρόμοι της διαφυγής από μια χαμένη πατρίδα να οδήγησαν στις ρίζες μιας τεμαχισμένης μνήμης που διέσωσε πάνω σε αυτό το μαλακό, φορητό, ύφασμα τη ραγισμένη αλλά ενιαία όψη μιας ζωής και μιας εποχής.

Η μνήμη επέστρεψε στο σπίτι των ολόκληρων εικόνων με λίγες παλιές φωτογραφίες για αποσκευές, αλλά το ποίημα γεννιέται από λέξεις και η εικόνα από τα κομμάτια της.

ROOTS OF MEMORY

The threat hung over us for years. We knew that the Turkish authorities wanted to uproot the minorities in the wonderful cultural mosaic of Constantinople. What we had feared and yet continued to believe, deep inside, would never be possible, happened in 1964. In just a few hours, Constantinople changed from a place of residence to a root of memory.

Triggered by the events in Cyprus, the Greeks of Constantinople were deported.
And we left. In our thousands. Forever. With a twenty-kilo suitcase and twenty dollars in our pockets. And what weighed twenty kilos? What could you take with you? The nightingales that fell silent, the swallows that never returned, the peals of Hagia Sophia, the rush of the Bosporus, the scents, the music, the colours?

At the borders, overcrowding and shouts. Waiting, full of fear and anxiety.
A row of benches arrayed next to one another, our suitcases dumped on top,
a handful of personal belongings, photographs, icons, frayed ends and feathers from gutted duvets, all scattered. The ruins and the rags of a life lost.

Dust and tears obscured the horizon. Waiting on the opposite side, were the
coaches sent by the Greek authorities to transfer us to Athens and Thessaloniki.

And so it began, now in Greece: the daily confrontation with memories of our past life in Constantinople. The pain of loss, far from being understood, was mocked.

We realised, to our sorrow, that we were strangers everywhere. Belonging nowhere. And yet, always Greek.

ΡΊΖΕΣ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ

Η απειλή πλανιόταν χρόνια πάνω μας. Γνωρίζαμε καλά ότι οι τουρκικές αρχές επεδίωκαν τον ξεριζωμό των μειονοτήτων που συνέθεταν το υπέροχο πολιτισμικό μωσαϊκό της Κωνσταντινούπολης. Το 1964 συνέβη αυτό που φοβόμασταν και που όμως μέσα μας βαθιά πιστεύαμε πως δεν θα γινόταν ποτέ. Μέσα σε λίγες ώρες η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε από τόπο κατοικίας σε ρίζα της μνήμης.

Με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο απελάθηκαν οι Έλληνες υπήκοοι της Πόλης. Και φύγαμε. Κατά χιλιάδες. Για πάντα. Με μια βαλίτσα είκοσι κιλών και είκοσι δολάρια στην τσέπη. Κατασχέθηκαν όλες οι περιουσίες. Και τι ζύγιζε είκοσι κιλά; Τί μπορούσες να πάρεις μαζί σου; Τ’ αηδόνια που σώπασαν, τα χελιδόνια που δεν γύρισαν ποτέ, τους χτύπους της Αγια Σοφιάς, την ορμή του Βοσπόρου, τ’ αρώματα, τις μουσικές, τα χρώματα;

Συνωστισμός και φωνές στα σύνορα. Αναμονή γεμάτη τρόμο κι αγωνία. Μια σειρά πάγκοι αραδιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, πάνω τους πεταμένες οι βαλίτσες μας, χυμένα τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, εικονίσματα, ξέφτια και πούπουλα από μαχαιρωμένα παπλώματα. Συντρίμμια και κουρέλια μιας ζωής.

Ένα σύννεφο από σκόνη και δάκρυα σκέπαζε τον ορίζοντα. Στην απέναντι πλευρά περίμεναν τα πούλμαν που είχαν στείλει οι ελληνικές αρχές για να μας μεταφέρουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.

Κι άρχισε τότε, στην Ελλάδα, η ανελέητη καθημερινή αναμέτρηση με τις μνήμες από την προηγούμενη ζωή μας στην Πόλη. Ο πόνος της απώλειας όχι μόνο δεν κατανοήθηκε αλλά και χλευάστηκε.

Συνειδητο­ποιήσαμε με θλίψη ότι ήμασταν παντού ξένοι. Κι όμως, πάντα Έλληνες.