The threat hung over us for years. We knew that the Turkish authorities wanted to uproot the minorities in the wonderful cultural mosaic of Constantinople. What we had feared and yet continued to believe, deep inside, would never be possible, happened in 1964. In just a few hours, Constantinople changed from a place of residence to a root of memory.
Triggered by the events in Cyprus, the Greeks of Constantinople were deported.
And we left. In our thousands. Forever. With a twenty-kilo suitcase and twenty dollars in our pockets. And what weighed twenty kilos? What could you take with you? The nightingales that fell silent, the swallows that never returned, the peals of Hagia Sophia, the rush of the Bosporus, the scents, the music, the colours?
At the borders, overcrowding and shouts. Waiting, full of fear and anxiety.
A row of benches arrayed next to one another, our suitcases dumped on top,
a handful of personal belongings, photographs, icons, frayed ends and feathers from gutted duvets, all scattered. The ruins and the rags of a life lost.
Dust and tears obscured the horizon. Waiting on the opposite side, were the
coaches sent by the Greek authorities to transfer us to Athens and Thessaloniki.
And so it began, now in Greece: the daily confrontation with memories of our past life in Constantinople. The pain of loss, far from being understood, was mocked.
We realised, to our sorrow, that we were strangers everywhere. Belonging nowhere. And yet, always Greek.
Exhibit opening
31.10.2024
Parnassos Literary Society
Athens
Η απειλή πλανιόταν χρόνια πάνω μας. Γνωρίζαμε καλά ότι οι τουρκικές αρχές επεδίωκαν τον ξεριζωμό των μειονοτήτων που συνέθεταν το υπέροχο πολιτισμικό μωσαϊκό της Κωνσταντινούπολης. Το 1964 συνέβη αυτό που φοβόμασταν και που όμως μέσα μας βαθιά πιστεύαμε πως δεν θα γινόταν ποτέ. Μέσα σε λίγες ώρες η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε από τόπο κατοικίας σε ρίζα της μνήμης.
Με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο απελάθηκαν οι Έλληνες υπήκοοι της Πόλης. Και φύγαμε. Κατά χιλιάδες. Για πάντα. Με μια βαλίτσα είκοσι κιλών και είκοσι δολάρια στην τσέπη. Κατασχέθηκαν όλες οι περιουσίες. Και τι ζύγιζε είκοσι κιλά; Τί μπορούσες να πάρεις μαζί σου; Τ’ αηδόνια που σώπασαν, τα χελιδόνια που δεν γύρισαν ποτέ, τους χτύπους της Αγια Σοφιάς, την ορμή του Βοσπόρου, τ’ αρώματα, τις μουσικές, τα χρώματα;
Συνωστισμός και φωνές στα σύνορα. Αναμονή γεμάτη τρόμο κι αγωνία. Μια σειρά πάγκοι αραδιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, πάνω τους πεταμένες οι βαλίτσες μας, χυμένα τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες, εικονίσματα, ξέφτια και πούπουλα από μαχαιρωμένα παπλώματα. Συντρίμμια και κουρέλια μιας ζωής.
Ένα σύννεφο από σκόνη και δάκρυα σκέπαζε τον ορίζοντα. Στην απέναντι πλευρά περίμεναν τα πούλμαν που είχαν στείλει οι ελληνικές αρχές για να μας μεταφέρουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Κι άρχισε τότε, στην Ελλάδα, η ανελέητη καθημερινή αναμέτρηση με τις μνήμες από την προηγούμενη ζωή μας στην Πόλη. Ο πόνος της απώλειας όχι μόνο δεν κατανοήθηκε αλλά και χλευάστηκε.
Συνειδητοποιήσαμε με θλίψη ότι ήμασταν παντού ξένοι. Κι όμως, πάντα Έλληνες.
"Routes of escape" is a series of sixteen oils on canvas (50 x 50 cm), seven mixed media works of various dimensions and two zinc etchings.
"Comment s'échapper" est un ensemble de seize huiles sur toile (50cm x 50cm), sept linogravures sur toile rehaussées à l'huile, de dimensions variées et deux eaux fortes sur zinc.